υδροτροπικός

υδροτροπικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υδροτροπισμό
2. αυτός που παρουσιάζει υδροτροπισμό («υδροτροπικά φυτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrotropie (< υδρ[ο]-* + τροπικός < τρόπος)
Η λ., μαρτυρείται από το 1880 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”